Ποιηματα του Ληξουριωτη αναρχικου,σατιρικου ποιητη Μικελη Αβλιχου
1).:ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ 1911
Στη φάτνη των χτηνών Χριστός γεννάται
δίχως της Επιστήμης συντρομή
η θεία φύσις κάνει για γραμμή
κι ‘ οδράκος , σαν αρνί , Θεός κοιμάται .
Αύριον , άντρας , σαν ληστής κρεμάται
-νέα του κόσμου θέλει οικοδομή ,
σταυρό του δίνει ο νόμος πληρωμή-
πλην άγιο φως στον τάφο του πλανάται .
Διάκοι του Βάαλ , δεν είναι δικός σας
αυτός της φάτνης ο φτωχός Χριστός
που εκήρυξε για νόμο του τη χάρη .
Εσάς , τιμή σας μόνη το στιχάρι .
Πομπές , θεοπομπές το ιδανικό σας ,
Κ’ είν ο Θεός σας , σαν και σας μιαρός .
2).:*ΠΡΟΟΙΜΙΟ ΣΤΗΝ << ΠΙΝΑΚΟΘΗΚΗ ΤΗΣ ΚΟΛΑΣΕΩΣ >>
Την Κόλαση με εικόνες να στολίση
εμπείκε στου Διαόλου το κεφάλι
και γύρισε τον κόσμο να ζητήση
πρόσωπα , που ν’ αρμόζη εκεί να βάλη .
Μα πουθενά δεν ηύρε να εχτιμήση
κακίας βάθος , που να κάνη ζάλη
σαν στην Κεφαλλωνιά και ν’ αγαπήση
ψυχές σατανικές , φρικώδη κάλλη…
Κι αγγάρεψε κι εμέ , φτωχό ζωγράφο ,
που κάπου είχε δική μου δει δουλειά ,
για της Πινακοθήκης του τεχνίτη .
Γι’ αυτό με πίσσα και με θειάφι γράφω
κι η Μούσα μου στον άχαρο Μπελιά
με την κακή μου τύχη κλαίει και φρίττει .
3).:Ο ΜΟΧΘΗΡΟΣ ΨΕΥΤΟΦΙΛΟΠΑΤΡΙΣ
Το πρόσωπό του εκείνο το γιωμένο ,
που της καρδιάς του δείχνει τη σκουριά ,
το γέλιο το κρυφό και λυσσιασμένο ,
που η δυστυχία των άλλων του γεννά ,
το φθονερό του μάτι το σβυσμένο ,
που δείχνει βουλιμία για συμφορά ,
μας εξηγούν γιατ’ είναι διψασμένο
το αχείλι του και πόλεμο ζητά
Ζητάει να ιδή στα μαύρα φορεμένους
πατέρες και μανάδες που μισεί
να τους ιδή στα δάκρυα τους πνιγμένους ,
θάναι δροσιά στην έρμη του ψυχή .
Για τούτο υπέρ πατρίδος σκούζει-κράζει ,
όρνιο που για κουφάρια αναστενάζει .
4).:Εις Δικαστάς
Ω σεις, που θέσιν έχετε υψηλή,
που κρίνετε του κόσμου τ’ αδικήματα,
που νεύετε κι ανοίγει η φυλακή
ελεύθεροι να κάνετε ατοπήματα,
που τη ζωή το χέρι σας κρατεί
κάθε πολίτη την τιμή, τα χτήματα,
ακούσετε της Μούσας τη φωνή
που δε φοβάται φυλακή, προστίματα:
Το ζύγι της η Θέμις δε σας δίνει,
σαν άχυρο το δίκιο να ζυγίζετε
για να ‘χετε καιρό για το σεργιάνι.
Κι αν δε διψάτε για δικαιοσύνη
την πλάστιγγα κάνετε τηγάνι,
που μέσα εκεί τον κόσμο να τηγανίζετε.
5).:Είναι εναντίον του πολέμου και του πατριωτισμού σε μια εποχή που οι εθνοτικοί πόλεμοι στα Βαλκάνια διαδέχονται ο ένας τον άλλο. Χαρακτηριστική στιγμή της απέχθειας του για τον πόλεμο που του προξενούσε υπέρτατη πίκρα, είναι και το παρακάτω περιστατικό: Το βράδυ της κήρυξης του Βαλκανικού πολέμου το 1912 διαβάστηκε στη Μητρόπολη του Ληξουριού η ευχή της Ιεράς Συνόδου κατά των εχθρών της Ελλάδος. Ο Άβλιχος, έγραψε το παρακάτω ποίημα:
Η πρώτη παράκληση το βράδυ με την κήρυξη του πολέμου μας 1912
Η δέ δύναμις της αμαρτίας ο Νόμος.
(Παύλος προς Κορινθίους Α’ 15-56)
Φωτοπεριχυμένη η εκκλησιά,
μέσα με φόβο του θεού γυρεύουνε.
– Νίκας κατά βαρβάρων να μας δώσει.
Κι απ’ όξου κάτι βρώμικα σκυλιά
Σκουρδουμπελοκοπώντας σκαρδακεύουνε
χωρίς Πατρίδα και Θεό και Γνώση!
-Πέστε μου τώρα άνθρωποι λογικοί,
μέσα ή απ’ όξου είναι η λογική;
-Και ενώ από μέσα αντηχάει το Αμήν
των σκύλων είναι το Ειρήνη Υμίν;
Κι από την αναρχία έχετε τρόμο,
Μη μοιάσουμε τα ζώα χωρίς το νόμο;
Απ’ όλες τσι εφευρέσες του νού
εκείνη για τη μέλλουσα ζωή
να σε φυτεύουνε κουκί στη γή
κουκί να ξεφυτρώνεις τ’ ουρανού
και τέχνες κι επιστήμες βάνει κάτου
με τη γεωπονία του θανάτου
6).:Τα αποφθέγματα του Άβλιχου πολύ διδακτικά και ειρωνικά δείχνουν το φιλοσοφικό πνεύμα του ποιητή. Αναφέρω μερικά απ’ αυτά:
Για την Ελλάδα έλεγε:
«Η Ελλάς είνε τόπος λίγο απ’ όλα, λίγη απωλεία, και όταν χάνεται λίγος ενθουσιασμός, ο οποίος είνε πυρ και τίποτε δεν ζεσταίνει, χλιαρότης».
Άλλο για τη γνώσι:
«Είνε η γνώσι κύκλος που όσο αξένει τα όρια της αγνοίας μας πλαταίνει».
Για την ανοησία έλεγε:
«Αν εν αρχή ήτον ο νους πόθεν ήλθεν η ανοησία; Αν η ανοησία ήτον εν αρχή πόθεν ο νούς; λοιπόν, και τα δύο εν αρχή και ο νους επήρε την ανοησίαν διά γυναίκα. Εξ αυτών ο κόσμος. Άλλος μοιάζει του πατέρα και άλλο της μάννας».
Για την αναρχία:
«Προς απάντησιν εις τον λόγον σας κυρία Μαίρη ότι δεν είμαι αναρχικός, αλλ’ αριστοκράτης, σας λέγω ότι εν μέρει και το βεβαιώ, εν μέρει και το αρνούμαι, διότι η αναρχία είνε άκρατος αριστοκρατία».
Για τους νεόπλουτους αμορφώτους έλεγε:
«Οι νεόπλουτοι και οι απαίδευτοι είνε γεμάτοι οίησιν και νομίζουν, ότι, διότι έκαμον χρήματα περί πάντων μπορούν να ομιλούν και οι μη πλουτήσαντες και οι δαπανήσαντες τα δικά των είναι υποδεέστεροι αυτών. Αλλ’ εις απάντισιν… Αλλ’ ενώ εσύ έκαμνες χρήματα εγώ εταμίευα γνώσεις. Είνε πολύ φυσικόν τα ταμείον σου να έχη παράδες και το ιδικόν μου ιδέας».
Ο Άβλιχος επί επτά χρόνια εδιάβαζε το Ευαγγέλιο, αν και ήταν άπιστος, και έλεγε ότι ακόμα δεν το είχε καταλάβει, τόσο βαθειά ήταν γραμμένο. Επίσης για το ευαγγέλιο έλεγε ότι όλες οι Ινδικές, Ελληνικές και Ρωμαϊκές φιλολογίες μπροστά στο Ευαγγέλιο είνε μηδέν και με μία τρίχα του Χριστού δεν αναλογεί όλος ο κόσμος.
7).:Διηγούνται γι’ αυτόν πολλά και ωραία ανέκδοτα. Θα σας αναφέρω μερικά απ’ αυτά όπως μου τα έδωσε ο φίλος του ποιητή «Μικέλης του Μικελάκη» και που τα πήρα από το άγραφο βιβλίο, της μνήμης του.
Κάποτε ο Άβλιχος ήταν ακουσίως ένορκος του κακουργιοδικείου Αργοστολίου. Ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου επέπληξε τους κατηγορουμένους με γλώσσα πολύ τσουχτερή. Ο Άβλιχος αγανάκτησε, σηκώθηκε από τη θέσι του και απαντά στο Πρόεδρο.
«κ. Πρόεδρε, να προσέχετε! διότι η θέσις των κατηγορουμένων είνε ανωτέρα της ιδικής σας, επειδή εις την θέσιν εκείνην εκάθησε ο Σωκράτης και ο Χριστός, εις δε την ιδικήν σας ο Άννας και ο Καϊάφας. Και εάν ο μύλος δεν έχει αλέσματα, δεν δουλεύει».
Στην ώρα δε της αποφάσεως είπε στους ενόρκους.
«Ορίστε κ. ένορκοι ορίστε, οι κλέφτες να κρίνουμε τους κλεμμένους».
Στο δικαστήριο κάποτε ρωτήθηκε ο Άβλιχος από το συνήγορο των κατηγορουμένων, (που είχαν κλέψει του ποιητή κάτι βιβλία και που τους κατήγγειλε ο εισαγγελεύς), ποία θρησκεία πρεσβεύει.
«Ουδεμίαν», απαντά ο Άβλιχος, θρησκείαν πρεσβεύω, αλλ’ εν τοσούτω είμαι χριστιανός, διότι αι θρησκείαι είνε δεσμός της ανθρωπότητος, ενώ ο χριστιανισμός είναι εναγκαλισμός της ανθρωπότητος».
Κάποια φορά τον είχαν διορίσει στ’ Αργοστόλι μέλος Επιτροπής για να μοιράση χρήματα σε φτωχούς. Ο Άβλιχος δεν ήθελε να είνε μέλος σε επιτροπές. Υπεχρεώθηκε λοιπόν να πάη να υποβάλη τη παραίτησί του στο Πρόεδρο της Επιτροπής, που ήταν ο αρχιεπίσκοπος Κεφαλλωνίας Γεράσιμος Δόριζας, φιλόσοφος, με ιδέες πολύ φιλελεύθερες. Ο Άβλιχος όρθιος μπροστά στον αρχιεπίσκοπο υποβάλλει τη παραίτησί του.
– Καθήσατε κ. Άβλιχε, του λέει ο αρχιεπίσκοπος.
– Τι θέλει ένας λύκος εν μέσω των προβάτων, τι θέλω ’γω δω μέσα ένας αναρχικός άνθρωπος;
– Και νομίζετε κ. Άβλιχε πω, αυτός ο θρόνος απέχει πολύ από την αναρχία;
– Ε τότε να καθήσω.
Και αφού συνεζήτησαν πολύ ώρα οι δύο άνδρες, λέει ο ποιητής!
– Δεν είσαι δεσπότης.
– Αλλά τότε τι είμαι Μιχαλάκη;
– Είσαι δεσμώτης.
– Το εμάντευσες.
Κάποτε ρωτήθηκε από το Πασαγιάννη, απεσταλμένο της Ακροπόλεως, να δη τον ποιητή στο Ληξούρι, πόσοι μένουν στο σπίτι. Κι’ αυτός του απαντά.
«μένουμε εννέα ψυχές, επτά ψυχές η γάτα μου, μία η Φανή μου (εννοούσε το σκυλί που είχε και που αφιέρωσε γι’ αυτό το ποίημα «Στη Φανή μου») και μία ψυχή εγώ!
Μια μέρα με το φίλο του το Μικέλη πήγε στ’ Αργοστόλι, σε μια κηδεία φίλου του γιατρού. Ο κόσμος ήταν λίγος και σε ερώτησι μερικών στον Άβλιχο γιατί είνε λίγος κόσμος, ο ποιητής απαντά ότι γι’ αυτό κ’ εγώ θα του γράψω ένα επίγραμμα:
«Για το γιατρό που πέθανε
ολίγοι στη κηδεία
την έστειλε για υποδοχή
μπροστά τη πελατεία!»
Για ένα ταβερνιάρη που έγινε παπάς έλεγε:
«Με τι κανάτα δεν τον εσύφερνε να το πωλεί με το κουταλάκι τον συφέρνει!»
Όταν πρωταντίκρυσε αεροπλάνο είπε στους φίλους του:
«Για φαντασθήτε ο άνθρωπος τι έκανε, κατόρθωσε να γίνη πουλί και ψάρι. Ένα μόνον δεν κατόρθωσε να γίνη άνθρωπος!»
Κάποια μέρα έκανε πολλούς σεισμούς στη Κεφαλλωνιά. Μητρόπολις του Ληξουρίου είνε «ο Παντοκράτωρ» που σε κάθε σεισμό επάθενε βλάβες. Ο Άβλιχος έλεγε:
«Περίεργο πράγμα ο Παντοκράτορας να βαστάη όλο τον κόσμο και τον εαυτόν του να μη μπορεί να τον βαστάξη».
Ο Άβλιχος δεν πίστευε ότι υπάρχει και άλλη ζωή μετά θάνατο και όταν βρισκότανε στα τελευταία είπε στο Φραγκόπουλο, γιατρό στο Νοσοκομείο Αργοστολίου:
«Άλλο δεν μένει στον Άβλιχο παρά νους και συνείδησι».
«Το φως μου… το φως μου». Και πέθανε
1).:ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ 1911
Στη φάτνη των χτηνών Χριστός γεννάται
δίχως της Επιστήμης συντρομή
η θεία φύσις κάνει για γραμμή
κι ‘ οδράκος , σαν αρνί , Θεός κοιμάται .
Αύριον , άντρας , σαν ληστής κρεμάται
-νέα του κόσμου θέλει οικοδομή ,
σταυρό του δίνει ο νόμος πληρωμή-
πλην άγιο φως στον τάφο του πλανάται .
Διάκοι του Βάαλ , δεν είναι δικός σας
αυτός της φάτνης ο φτωχός Χριστός
που εκήρυξε για νόμο του τη χάρη .
Εσάς , τιμή σας μόνη το στιχάρι .
Πομπές , θεοπομπές το ιδανικό σας ,
Κ’ είν ο Θεός σας , σαν και σας μιαρός .
2).:*ΠΡΟΟΙΜΙΟ ΣΤΗΝ << ΠΙΝΑΚΟΘΗΚΗ ΤΗΣ ΚΟΛΑΣΕΩΣ >>
Την Κόλαση με εικόνες να στολίση
εμπείκε στου Διαόλου το κεφάλι
και γύρισε τον κόσμο να ζητήση
πρόσωπα , που ν’ αρμόζη εκεί να βάλη .
Μα πουθενά δεν ηύρε να εχτιμήση
κακίας βάθος , που να κάνη ζάλη
σαν στην Κεφαλλωνιά και ν’ αγαπήση
ψυχές σατανικές , φρικώδη κάλλη…
Κι αγγάρεψε κι εμέ , φτωχό ζωγράφο ,
που κάπου είχε δική μου δει δουλειά ,
για της Πινακοθήκης του τεχνίτη .
Γι’ αυτό με πίσσα και με θειάφι γράφω
κι η Μούσα μου στον άχαρο Μπελιά
με την κακή μου τύχη κλαίει και φρίττει .
3).:Ο ΜΟΧΘΗΡΟΣ ΨΕΥΤΟΦΙΛΟΠΑΤΡΙΣ
Το πρόσωπό του εκείνο το γιωμένο ,
που της καρδιάς του δείχνει τη σκουριά ,
το γέλιο το κρυφό και λυσσιασμένο ,
που η δυστυχία των άλλων του γεννά ,
το φθονερό του μάτι το σβυσμένο ,
που δείχνει βουλιμία για συμφορά ,
μας εξηγούν γιατ’ είναι διψασμένο
το αχείλι του και πόλεμο ζητά
Ζητάει να ιδή στα μαύρα φορεμένους
πατέρες και μανάδες που μισεί
να τους ιδή στα δάκρυα τους πνιγμένους ,
θάναι δροσιά στην έρμη του ψυχή .
Για τούτο υπέρ πατρίδος σκούζει-κράζει ,
όρνιο που για κουφάρια αναστενάζει .
4).:Εις Δικαστάς
Ω σεις, που θέσιν έχετε υψηλή,
που κρίνετε του κόσμου τ’ αδικήματα,
που νεύετε κι ανοίγει η φυλακή
ελεύθεροι να κάνετε ατοπήματα,
που τη ζωή το χέρι σας κρατεί
κάθε πολίτη την τιμή, τα χτήματα,
ακούσετε της Μούσας τη φωνή
που δε φοβάται φυλακή, προστίματα:
Το ζύγι της η Θέμις δε σας δίνει,
σαν άχυρο το δίκιο να ζυγίζετε
για να ‘χετε καιρό για το σεργιάνι.
Κι αν δε διψάτε για δικαιοσύνη
την πλάστιγγα κάνετε τηγάνι,
που μέσα εκεί τον κόσμο να τηγανίζετε.
5).:Είναι εναντίον του πολέμου και του πατριωτισμού σε μια εποχή που οι εθνοτικοί πόλεμοι στα Βαλκάνια διαδέχονται ο ένας τον άλλο. Χαρακτηριστική στιγμή της απέχθειας του για τον πόλεμο που του προξενούσε υπέρτατη πίκρα, είναι και το παρακάτω περιστατικό: Το βράδυ της κήρυξης του Βαλκανικού πολέμου το 1912 διαβάστηκε στη Μητρόπολη του Ληξουριού η ευχή της Ιεράς Συνόδου κατά των εχθρών της Ελλάδος. Ο Άβλιχος, έγραψε το παρακάτω ποίημα:
Η πρώτη παράκληση το βράδυ με την κήρυξη του πολέμου μας 1912
Η δέ δύναμις της αμαρτίας ο Νόμος.
(Παύλος προς Κορινθίους Α’ 15-56)
Φωτοπεριχυμένη η εκκλησιά,
μέσα με φόβο του θεού γυρεύουνε.
– Νίκας κατά βαρβάρων να μας δώσει.
Κι απ’ όξου κάτι βρώμικα σκυλιά
Σκουρδουμπελοκοπώντας σκαρδακεύουνε
χωρίς Πατρίδα και Θεό και Γνώση!
-Πέστε μου τώρα άνθρωποι λογικοί,
μέσα ή απ’ όξου είναι η λογική;
-Και ενώ από μέσα αντηχάει το Αμήν
των σκύλων είναι το Ειρήνη Υμίν;
Κι από την αναρχία έχετε τρόμο,
Μη μοιάσουμε τα ζώα χωρίς το νόμο;
Απ’ όλες τσι εφευρέσες του νού
εκείνη για τη μέλλουσα ζωή
να σε φυτεύουνε κουκί στη γή
κουκί να ξεφυτρώνεις τ’ ουρανού
και τέχνες κι επιστήμες βάνει κάτου
με τη γεωπονία του θανάτου
6).:Τα αποφθέγματα του Άβλιχου πολύ διδακτικά και ειρωνικά δείχνουν το φιλοσοφικό πνεύμα του ποιητή. Αναφέρω μερικά απ’ αυτά:
Για την Ελλάδα έλεγε:
«Η Ελλάς είνε τόπος λίγο απ’ όλα, λίγη απωλεία, και όταν χάνεται λίγος ενθουσιασμός, ο οποίος είνε πυρ και τίποτε δεν ζεσταίνει, χλιαρότης».
Άλλο για τη γνώσι:
«Είνε η γνώσι κύκλος που όσο αξένει τα όρια της αγνοίας μας πλαταίνει».
Για την ανοησία έλεγε:
«Αν εν αρχή ήτον ο νους πόθεν ήλθεν η ανοησία; Αν η ανοησία ήτον εν αρχή πόθεν ο νούς; λοιπόν, και τα δύο εν αρχή και ο νους επήρε την ανοησίαν διά γυναίκα. Εξ αυτών ο κόσμος. Άλλος μοιάζει του πατέρα και άλλο της μάννας».
Για την αναρχία:
«Προς απάντησιν εις τον λόγον σας κυρία Μαίρη ότι δεν είμαι αναρχικός, αλλ’ αριστοκράτης, σας λέγω ότι εν μέρει και το βεβαιώ, εν μέρει και το αρνούμαι, διότι η αναρχία είνε άκρατος αριστοκρατία».
Για τους νεόπλουτους αμορφώτους έλεγε:
«Οι νεόπλουτοι και οι απαίδευτοι είνε γεμάτοι οίησιν και νομίζουν, ότι, διότι έκαμον χρήματα περί πάντων μπορούν να ομιλούν και οι μη πλουτήσαντες και οι δαπανήσαντες τα δικά των είναι υποδεέστεροι αυτών. Αλλ’ εις απάντισιν… Αλλ’ ενώ εσύ έκαμνες χρήματα εγώ εταμίευα γνώσεις. Είνε πολύ φυσικόν τα ταμείον σου να έχη παράδες και το ιδικόν μου ιδέας».
Ο Άβλιχος επί επτά χρόνια εδιάβαζε το Ευαγγέλιο, αν και ήταν άπιστος, και έλεγε ότι ακόμα δεν το είχε καταλάβει, τόσο βαθειά ήταν γραμμένο. Επίσης για το ευαγγέλιο έλεγε ότι όλες οι Ινδικές, Ελληνικές και Ρωμαϊκές φιλολογίες μπροστά στο Ευαγγέλιο είνε μηδέν και με μία τρίχα του Χριστού δεν αναλογεί όλος ο κόσμος.
7).:Διηγούνται γι’ αυτόν πολλά και ωραία ανέκδοτα. Θα σας αναφέρω μερικά απ’ αυτά όπως μου τα έδωσε ο φίλος του ποιητή «Μικέλης του Μικελάκη» και που τα πήρα από το άγραφο βιβλίο, της μνήμης του.
Κάποτε ο Άβλιχος ήταν ακουσίως ένορκος του κακουργιοδικείου Αργοστολίου. Ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου επέπληξε τους κατηγορουμένους με γλώσσα πολύ τσουχτερή. Ο Άβλιχος αγανάκτησε, σηκώθηκε από τη θέσι του και απαντά στο Πρόεδρο.
«κ. Πρόεδρε, να προσέχετε! διότι η θέσις των κατηγορουμένων είνε ανωτέρα της ιδικής σας, επειδή εις την θέσιν εκείνην εκάθησε ο Σωκράτης και ο Χριστός, εις δε την ιδικήν σας ο Άννας και ο Καϊάφας. Και εάν ο μύλος δεν έχει αλέσματα, δεν δουλεύει».
Στην ώρα δε της αποφάσεως είπε στους ενόρκους.
«Ορίστε κ. ένορκοι ορίστε, οι κλέφτες να κρίνουμε τους κλεμμένους».
Στο δικαστήριο κάποτε ρωτήθηκε ο Άβλιχος από το συνήγορο των κατηγορουμένων, (που είχαν κλέψει του ποιητή κάτι βιβλία και που τους κατήγγειλε ο εισαγγελεύς), ποία θρησκεία πρεσβεύει.
«Ουδεμίαν», απαντά ο Άβλιχος, θρησκείαν πρεσβεύω, αλλ’ εν τοσούτω είμαι χριστιανός, διότι αι θρησκείαι είνε δεσμός της ανθρωπότητος, ενώ ο χριστιανισμός είναι εναγκαλισμός της ανθρωπότητος».
Κάποια φορά τον είχαν διορίσει στ’ Αργοστόλι μέλος Επιτροπής για να μοιράση χρήματα σε φτωχούς. Ο Άβλιχος δεν ήθελε να είνε μέλος σε επιτροπές. Υπεχρεώθηκε λοιπόν να πάη να υποβάλη τη παραίτησί του στο Πρόεδρο της Επιτροπής, που ήταν ο αρχιεπίσκοπος Κεφαλλωνίας Γεράσιμος Δόριζας, φιλόσοφος, με ιδέες πολύ φιλελεύθερες. Ο Άβλιχος όρθιος μπροστά στον αρχιεπίσκοπο υποβάλλει τη παραίτησί του.
– Καθήσατε κ. Άβλιχε, του λέει ο αρχιεπίσκοπος.
– Τι θέλει ένας λύκος εν μέσω των προβάτων, τι θέλω ’γω δω μέσα ένας αναρχικός άνθρωπος;
– Και νομίζετε κ. Άβλιχε πω, αυτός ο θρόνος απέχει πολύ από την αναρχία;
– Ε τότε να καθήσω.
Και αφού συνεζήτησαν πολύ ώρα οι δύο άνδρες, λέει ο ποιητής!
– Δεν είσαι δεσπότης.
– Αλλά τότε τι είμαι Μιχαλάκη;
– Είσαι δεσμώτης.
– Το εμάντευσες.
Κάποτε ρωτήθηκε από το Πασαγιάννη, απεσταλμένο της Ακροπόλεως, να δη τον ποιητή στο Ληξούρι, πόσοι μένουν στο σπίτι. Κι’ αυτός του απαντά.
«μένουμε εννέα ψυχές, επτά ψυχές η γάτα μου, μία η Φανή μου (εννοούσε το σκυλί που είχε και που αφιέρωσε γι’ αυτό το ποίημα «Στη Φανή μου») και μία ψυχή εγώ!
Μια μέρα με το φίλο του το Μικέλη πήγε στ’ Αργοστόλι, σε μια κηδεία φίλου του γιατρού. Ο κόσμος ήταν λίγος και σε ερώτησι μερικών στον Άβλιχο γιατί είνε λίγος κόσμος, ο ποιητής απαντά ότι γι’ αυτό κ’ εγώ θα του γράψω ένα επίγραμμα:
«Για το γιατρό που πέθανε
ολίγοι στη κηδεία
την έστειλε για υποδοχή
μπροστά τη πελατεία!»
Για ένα ταβερνιάρη που έγινε παπάς έλεγε:
«Με τι κανάτα δεν τον εσύφερνε να το πωλεί με το κουταλάκι τον συφέρνει!»
Όταν πρωταντίκρυσε αεροπλάνο είπε στους φίλους του:
«Για φαντασθήτε ο άνθρωπος τι έκανε, κατόρθωσε να γίνη πουλί και ψάρι. Ένα μόνον δεν κατόρθωσε να γίνη άνθρωπος!»
Κάποια μέρα έκανε πολλούς σεισμούς στη Κεφαλλωνιά. Μητρόπολις του Ληξουρίου είνε «ο Παντοκράτωρ» που σε κάθε σεισμό επάθενε βλάβες. Ο Άβλιχος έλεγε:
«Περίεργο πράγμα ο Παντοκράτορας να βαστάη όλο τον κόσμο και τον εαυτόν του να μη μπορεί να τον βαστάξη».
Ο Άβλιχος δεν πίστευε ότι υπάρχει και άλλη ζωή μετά θάνατο και όταν βρισκότανε στα τελευταία είπε στο Φραγκόπουλο, γιατρό στο Νοσοκομείο Αργοστολίου:
«Άλλο δεν μένει στον Άβλιχο παρά νους και συνείδησι».
«Το φως μου… το φως μου». Και πέθανε