Σάββατο 30 Ιανουαρίου 2016

Η ανταρσία στο Aeolian Wind--Παναγιώτης Ε. Λιβερέτος

Η ανταρσία στο Aeolian Wind
                                            «Χειρότερο πάντως από τη γυμνή βία της εξουσίας είναι η προπαγάνδα της, η ψυχολογική βία, αυτή που θέλει να σε πείσει εσένα τον ίδιο ότι είσαι κατηγορούμενος»
Παναγιώτης Ε. Λιβερέτος


Στις 29 Ιανουαρίου του 1977 στο λιμάνι του Ρίο Ντε Τζανέιρο, οι Βραζιλιάνικες ειδικές δυνάμεις της στρατιωτικής αστυνομίας, μετά από αίτημα των Ελληνικών προξενικών αρχών, εισβάλουν στο Ελληνικό φορτηγό πλοίο   M/V Aeolian Wind και συλλαμβάνουν το πλήρωμα.
Οι Έλληνες ναυτικοί βασανίζονται άγρια από την βραζιλιάνικη χούντα επί επτά ημέρες, και μόνο μετά από απεργία πείνας των ναυτικών, αποφασίζουν να τους στείλουν πίσω στην Ελλάδα για να δικαστούν.

Βασικό ρόλο στην υπόθεση είχε  ο αναρχικός συνδικαλιστής και β’ μηχανικός στο Aeolian Wind, Παναγιώτης Ε. Λιβερέτος.

Η αφήγηση που ακολουθεί είναι του ίδιου του Παναγιώτη Λιβερέτου όπως δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Πεζοδρόμιο:

4-9-1976
Τα περισσότερα μέλη του πληρώματος που πήραμε μέρος στην κατάληψη του πλοίου ναυτολογηθήκαμε στον Πειραιά.
Το πλοίο βρισκόταν σ'ένα ντόκο επισκευών στη Δραπετσώνα.
Η επισκευή του κράτησε περίπου δεκαπέντε μέρες κι όπως γίνεται συνήθως φροντίσανε μόνο ότι είχε να κάνει με την κίνησή του, δηλαδή αρκεί να δουλεύει η μηχανή του για να κινείται.
Για ότι είχε σχέση με τις ανέσεις και την ασφάλεια του πληρώματος, δεν έγινε τίποτα απολύτως.
Το καπνιστήριο του πληρώματος και των αξιωματικών χάλια, ούτε μια καρέκλα όρθια, η τραπεζαρία του πληρώματος σε μαύρα χάλια, τα δάπεδα στις καμπίνες ερείπια.

Για την ασφάλεια τα φώτα ανάγκης, δεν άναβαν.
Οι βάρκες ήτανε σε άθλια κατάσταση, για τη μηχανοκίνηση ζητήσαμε ανταλλακτικά και μας απάντησαν...ότι το εργοστάσιο έκλεισε.
Τα φώτα πορείας - κλειδί για την ασφάλεια της ναυσιπλοΐας- δεν λειτουργούσαν, η αντλία πυρκαγιάς πού βρίσκεται στο μηχάνημα πηδαλίου δεν δούλευε.Και όμως παρ'όλες αυτές τις ελλείψεις το λιμεναρχείο έδωσε το O.K. και έτσι φύγαμε από τον Πειραιά.

Μετά από τρεις-τέσσερις μέρες ταξίδι φτάσαμε στην Ταραγκόνα της Ισπανίας.   Στην Ταραγκόνα δεν μπήκε τίποτα φρέσκο στο βαπόρι.
Ο καμαρότος, τσιράκι των αφεντικών, προσπαθούσε να μας χορτάσει με χαμόγελα. Ταχτικά έστηνε αυτί και ότι άκουγε, έτρεχε και το έλεγε στον άλλο μπάσταρδο, τον καπετάνιο.(...)   Για να δικαιολογηθούν καπετάνιοι και καμαρότοι, μπορείς ν' άκούσεις στα βαπόρια τα πιο απίθανα, μπορούν να σου πουν καλοκαίρι στην Ισπανία ότι δεν έχει φρούτα γιατί έπεσε χαλάζι και περονόσπορος, στη Γερμανία ότι δεν βρήκαν μπύρες ν' αγοράσουν, στην Αργεντινή δεν βρήκαν φρέσκο κρέας κι ένα σωρό ψευτιές.Έτσι κι οι δικοί μας ξέρανε καλά τα παραμύθια τους.
 Εδώ όμως αρχίζει και η δικιά μας αντίδραση, ενάντια σ'όλα τα στραβά.Ο ένας άρχισε να διαμαρτύρεται για το φαγητό, ο άλλος για την καθαριότητα στις καμπίνες, άλλος για το πόσιμο νερό, τη μια μέρα, και άλλος την άλλη μέρα για άλλα. Μαζί με όλα τα στραβά βρίσκουμε μια μέρα, σκουλήκια στο κακάο.
Για όλ'αυτά ο καμαρώτος βρίσκει τη δικαιολογία, ότι για το φαγητό φταίει ο μάγειρας.
Πώς ήταν δυνατόν ο έρημος, το κατεψυγμένο κρέας να το κάνει φρέσκο.
Η Ισπανία ξαφνικά έχει κακά νερά, και μπορεί να 'χει, αλλά σίγουρα δεν έχει σκουριές.
Οι δεξαμενές του πλοίου δεν είχανε περάσει ούτε μια φορά από επιθεώρηση στο διάστημα των τριών χρόνων που το είχανε αγοράσει οι δικοί μας από τους Σκανδιναβούς.
 Στην Ισπανία μείναμε 4-5 μέρες και φορτώσαμε τσιμέντα για τη Νιγηρία.Μέρα με τη μέρα άρχιζαν να ξεχωρίζουν ή ήρα από το στάρι, δεν άργησε να εμφανιστεί η σπείρα των χαφιέδων του καπετάνιου, ο γραμματικός, ο Α' μηχανικός και ο καμαρότος.
Από την άλλη πλευρά άρχισε το πλησίασμα των δυσαρεστημένων. Σιγά - σιγά ένιωθε περισσότερη εμπιστοσύνη ο ένας στον άλλον.
  Η σπείρα των χαφιέδων προσπαθούσε συνέχεια με τις γνωστές μεθόδους να μας σπάσει, δηλαδή άρχισαν να κατηγορούν στον έναν τον άλλο,για να πετύχουν να βάλουν τους μισούς να ρουφιανεύουν τους άλλους μισούς.

  Μετά την εισβολή του Βραζιλιάνικου στρατού στο Aeolian Wind, την σύλληψη και τα βασανιστήρια επι επτά μέρες, οι φυλακισμένοι ναυτικοί στέλνονται τελικά στην Ελλάδα για να δικαστούν.

Στην δίκη που ακολουθεί, το δικαστήριο πρωτόδικα αθωώνει τους ναυτικούς, αλλά μετά από έφεση του υπουργού ναυτιλίας Παπαδόγγονα (!), τους επιβάλλονται πολύμηνες ποινές στέρησης των ναυτικών φυλλαδίων τους, ώστε να μην μπορούν να εργαστούν.

-Τον Μάιο του 1977 ο Παναγιώτης Λιβερέτος δικάζεται για κάποιο επεισόδιο έξω από τα δικαστήρια με τον δικηγόρο τον εφοπλιστών, Παναγιώτη Βρεττό.

Στην δίκη παρωδία που ακολουθεί, ο διορισμένος από το δικαστήριο δικηγόρος του κατηγορουμένου, ζητά την παραδειγματική τιμωρία του πελάτη του!
Καταδικάζεται σε δύο χρόνια φυλάκιση και οδηγείται στις φυλακές.
Μετά από έντονες διαμαρτυρίες των συντρόφων του και μετά από 15ήμερη απεργία πείνας, αποφυλακίζεται στις 29 Ιουλίου 1977.
μερικές μέρες αργότερα, στις 22 Αυγούστου 1977, ο Παναγιώτης Λιβερέτος βρίσκεται καμένος στην ταράτσα του σπιτιού του στο Μπραχάμι.
Ήταν 30 ετών...





Παναγιώτης Ε. Λιβερέτος

22 Aυγούστου του `77 στις 4 το πρωί…

…αυτοπυρπολείται στην ταράτσα του σπιτιού του. Στο συγκεκριμένο θέμα, θα αναδημοσιεύσουμε ντοκουμέντα από την διεθνή βιβλιοθήκη, με σκοπό να αναδείξουμε την ιστορία αυτή.

Ποιος ήταν όμως ο Παναγιώτης Λιβερέτος;

Γεννημένος το 1947 στην Κεφαλονιά, ο Παναγιώτης Λιβερέτος θα φοιτήσει στη Σχολή Εμπορικού Ναυτικού στην Κεφαλονιά.

Στο στρατό αρνούμενος να συμμετάσχει στην πατριωτική παρέλαση της 21ης Απριλίου, καταδικάζεται σε τρίμηνη φυλάκιση και κλείνεται στις φυλακές του Εφταπύργιου της Θεσσαλονίκης.

Εντάσσεται στο αναρχικό κίνημα τον Ιούλιο του 1976 μέσω της «Επιτροπής για την απελευθέρωση του γερμανού αγωνιστή Ρόλφ Πόλε». Όταν μια ομάδα μελών της επιτροπής συγκροτημένη πάνω στη βάση μιας κατ’ εξοχήν νομικίστικης υπεράσπισης και κατά συνέπεια τρομοκρατημένη μπροστά στις δραστηριότητες πού αναπτύσσονταν (διαδηλώσεις, κλείσιμο της οδού Πατησίων, επίθεση στους φασίστες στα Εξάρχεια, σύγκρουση με τα ΜΑΤ). Έτσι, υποσκάπτουν με πλήρη συνείδηση την ίδια την ύπαρξη της Επιτροπής, με μια σειρά αθέμιτων και ανεπίτρεπτων ενεργειών, που θα κορυφωθούν στη χωρίς έγκριση της συνέλευσης, συνέντευξη τύπου, όπου εν ονόματί της και ενάντια σε όλες τις αποφάσεις της, «καταδικάζουν» την πρακτική του Ρόλφ Πόλε. Η αυτοδιάλυσή της αποτελεί τετελεσμένο γεγονός. Ο Παναγιώτης Λιβερέτος θα συνεχίσει να συμμετέχει στις πενιχρές πλέον δραστηριότητες της «Ομάδας για την απελευθέρωση του γερμανού αγωνιστή Ρόλφ Πόλε», η οποία οργανώνει την τελευταία συγκέντρωση στα Προπύλαια.

Λίγο πριν φύγει για τα καράβια, αγωνιούσε να βγάλει μια αναρχική ναυτεργατική εφημερίδα. Η προσπάθειά του, παρόλο που είχε έτοιμο το υλικό, ναυάγησε. «Εφυγε για τα καράβια και τον χάσαμε για μερικούς μήνες. Από τις εφημερίδες μάθαμε για τη στάση στο «AEOLIAN WIND».

Συμμετέχει στις δύο οργανωτικές συναντήσεις των «ομάδων αναρχικών εργαζομένων» για την «Πρωτομαγιά Ενάντια στη Μισθωτή Εργασία» και στους βανδαλισμούς των «κουκουλοφόρων» για την εκτροπή της «Πρώτης Εθνικής Ενωτικής Πρωτομαγιάς» της ιερής συμμαχίας των ιδιοκτητών του προλεταριάτου.

Μέσα από ένα λαβύρινθο συνεχών διώξεων, που αρχίζει με τη στέρηση του ναυτικού φυλλαδίου για 30 μήνες από το Δευτεροβάθμιο Πειθαρχικό μετά την έφεση «υπέρ του νόμου» από τον Υπουργό Ναυτιλίας Παπαδόγκονα, θα καταλήξει στις φυλακές Κορυδαλλού, καταδικασμένος σε δύο χρόνια φυλακή «δι’ απρόκλητον και εν ψυχρώ επίθεσιν» εναντίον του μαρξιστή δικηγόρου των πλοιοκτητών Παναγιωτη Βρεττού.

Δε θα πρέπει να παραλείψουμε να αναφερθούμε στο ρόλο που έπαιξαν στην εξόντωση του Λιβερέτου, οι μαρξιστικοί βόθροι του «Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιά». Υπάρχει ενυπόγραφη καταγγελία δικηγόρων, όπου ανάμεσα στα άλλα αναφέρει ότι: «Την 10ην Μαΐου 1977 κατά την έκδίκασιν (…) παρίσταντο έξη μέλη τού Δ.Σ. τού Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιώς ο δε αντιπρόεδρος αύτού κ. Κυρ. Ρεσβάνης ορισθείς υπό του άνω Δ.Σ. ως υπερασπιστής του Παν. Βρεττού, ανέγνωσεν απόφασιν τού Δ.Σ. διά της οποίας εζητείτο η παραδειγματική τιμωρία του Παν. Λιβερέτου».

Μέσα στη φυλακή κάνει 15 μέρες απεργία πείνας. Συντάσσει ένα κείμενο σχετικά με αυτήν που πολυγραφείται από μια ομάδα αναρχικών συντρόφων του και κυκλοφορεί στην Αθήνα σε 2000 αντίτυπα. Στην έφεση ο δικηγόρος Βρεττός αναγκάζεται να έλθει σε συμβιβασμό μπροστά στο θόρυβο που δημιουργείται. Βγαίνοντας από τον Κορυδαλλό, τα πράγματα θα πάρουν πια δραματική τροπή. Η απόγνωσή του θα κορυφωθεί, όταν η οικονομική ανέχεια των ναυτεργατών συντρόφων του θα κατορθώσει αυτό που δεν κατόρθωσαν ούτε οι διώξεις ούτε οι βραζιλιάνοι κομμάντος: τη διασπορά τους. Έτσι, την εποχή που ο Λιβερέτος συνεχίζει να σέρνεται στα δικαστήρια και τις φυλακές, οι περισσότεροι σύντροφοι του έχουν μπαρκάρει, τσακισμένοι οικονομικά από την πολύμηνη παραμονή τους στην Αθήνα, βρίσκοντάς τον αναγκαστικά απομονωμένο. Είτε μιλάμε λοιπόν για αυτοκτονία, είτε για δολοφονία, θα πρέπει να ενοούμε το ίδιο πράγμα…[…]

Ντοκουμέντο πρώτο:

Μ/V Ουλρίκε Μάινχοφ

Ανέκδοτο κείμενο του Παναγιώτη Λιβερέτου

Στις 31 Ιανουαρίου 1977, εμείς, το πλήρωμα του φορτηγού πλοίου M / V AEOLIAN WIND κηρύξαμε το πλοίο κοινωνική περιουσία των εργαζομένων. Η ενέργειά μας αυτή, είχε ένα σωρό αδυναμίες, που είχανε τη ρίζα τους σε μας τους ίδιους. Έτσι δεν είχαμε μπορέσει να καταλάβουμε πως το βαπόρι που εμείς δουλεύουμε και κινούμε, πρέπει στη συνέχεια να μας κάνει να ζούμε σαν ανθρωποι και όχι σαν δούλοι ή ρομπότ, έτσι που να μην είμαστε κάποια νούμερα που υπακούουν χωρίς αντίρρηση, και που μεταφέρουν όλο και πιο γρήγορα. Το βαπόρι έπρεπε να είναι δικό μας. Για μερικές μέρες, παρ’ όλες μας τις αδυναμίες στάθηκε δυνατό να καταλάβουμε το βαπόρι, να φτιάξουμε τις δικές μας επιτροπές απ’ όλους όσους πήραμε μέρος στην κατάληψη και να κάνουμε έλεγχο στις αποθήκες τροφίμων, στα ψυγεία και στις δεξαμενές πόσιμου νερού.

Όλες αυτές οι ενέργειές μας, τρόμαξαν στην κυριολεξία τα τσιράκια του Κεφάλαιου στο πλοίο. Το ότι κατάφεραν να χτυπήσουν το κίνημά μας στο καράβι, οφείλεται πέρα από τις δικές μας αδυναμίες στις καλές υπηρεσίες που πρόσφερε το Ελληνικό προξενείο του Ρίo στο Κεφάλαιο και η Βραζιλιάνικη Χούντα. Μια ολόκληρη νύχτα τα επίλεκτα σώματα της Βραζιλιάνικης στρατιωτικής αστυνομίας (ή αντίστοιχη ΕΣΑ), σώματα του Ναυτικού και κομμάντος, χτυπούσαν το βαπόρι μας. Τώρα στην Ελλάδα μας ταλαιπωρούν. Το YEN -όργανο του εφοπλισμού- μας στήνει τη μια δίκη πίσω από την άλλη…[…]

Παρ’ όλα αυτά, τίποτα δεν είναι ικανό να σβήσει από τη μνήμη το μήνυμα που στείλαμε στους ναυτεργάτες και στους εργάτες όλου του κόσμου:

Το βαπόρι είναι κοινωνική περιουσία των έργαζομένων.

Νόμος είναι το δίκιο του εργάτη.

4-9-1976: Τα περισσότερα μέλη του πληρώματος που πήραμε μέρος στην κατάληψη του πλοίου ναυτολογηθήκαμε στον Πειραιά. Το πλοίο βρισκόταν σ’ ένα ντόκο επισκευών στη Δραπετσώνα. Η επισκευή του κράτησε περίπου δεκαπέντε μέρες κι όπως γίνεται συνήθως φροντίσανε μόνο ό,τι είχε να κάνει με την κίνησή του, δηλαδή αρκεί να δουλεύει η μηχανή του, για να κινείται. Για ό,τι είχε σχέση με τις ανέσεις και την ασφάλεια του πληρώματος, δεν έγινε τίποτα απολύτως. Το καπνιστήριο του πληρώματος και των αξιωματικών χάλια, ούτε μια καρέκλα όρθια, η τραπεζαρία του πληρώματος σε μαύρα χάλια, τα δάπεδα στις καμπίνες ερείπια. Για την ασφάλεια τα φώτα ανάγκης δεν άναβαν. Οι βάρκες ήταν σε άθλια κατάσταση, για τη μηχανοκίνηση ζητήσαμε ανταλλαχτικά και μας απάντησαν…ότι το εργοστάσιο έκλεισε. Τα φώτα πορείας – κλειδί για την ασφάλεια της ναυσιπλοΐας- δεν λειτουργούσαν, η αντλία πυρκαγιάς που βρίσκεται στο μηχάνημα πηδαλίου δεν δούλευε.

Και όμως, παρ’ όλες αυτές τις ελλείψεις το λιμεναρχείο έδωσε το O.K. και έτσι φύγαμε απ’ τον Πειραιά. Μετά από τρεις-τέσσερις μέρες ταξίδι φτάσαμε στην Ταραγκόνα της Ισπανίας. Στην Ταραγκόνα δεν μπήκε τίποτα φρέσκο στο βαπόρι. Ο καμαρώτος, τσιράκι των αφεντικών, προσπαθούσε να μας χορτάσει με χαμόγελα. Ταχτικά έστηνε αυτί και ό,τι άκουγε, έτρεχε και το έλεγε στον άλλο μπάσταρδο, τον καπετάνιο. Κάθε Σάββατο έπρεπε ν’ άλλάζει τα ρούχα, τις πετσέτες και τα σεντόνια. Πότε άλλαζε τα σεντόνια και ξεχνούσε τις πετσέτες, πότε το αντίθετο και πότε ξεχνούσε και τα δύο λόγω φόρτου εργασίας, όπως δικαιολογιόταν. Στην Ταραγκόνα, για να δικαιολογηθούν, καμαρώτος και καπετάνιος -ξέρανε το παραμύθι καλά- είπανε ότι δεν βρίσκανε τίποτα φρέσκο, γιατί ήτανε λέει περίοδος γιορτών (Χριστούγεννα- Πρωτοχρονιά) και όλα είχανε καταναλωθεί στην εσωτερική αγορά…ακόμα πολλά τρόφιμα έφευγαν για την Πορτογαλία, για να καλυφθούν οι ελλείψεις που δημιουργούσε ο επαναπατρισμός των χιλιάδων προσφύγων από τις πρώην πορτογαλικές αποικίες, ακόμα λίγο, έφταιγε και το γεγονός ότι η Ισπανία έκανε άνοιγμα προς τη δημοκρατία και έτσι ο νόμος και η τάξη κινδύνευαν και στην αγορά επικρατούσε αναρχία. Όλο αυτό αποτελεί την πολιτική σαλάτα των ελλήνων καμαρωτών και καπετάνιων. Ωστόσο πήρε από το βαπόρι τις 2000 πεσσέτες και διασκέδαζε κάθε μέρα με τα δικά μας χρήματα που του είχαμε αναθέσει, και μας αγόρασε μεταλλικά νερά, γιατί το νερό του βαποριού ήτανε αδύνατο να το πιει κανείς. Όσο για το κρέας που τρώγαμε πλησίαζε το λάστιχο και για να το κόψεις χρειαζόσουνα πριόνι.

Για να δικαιολογηθούν καπετάνιοι και καμαρώτοι, μπορείς ν’ άκούσεις στα βαπόρια τα πιο απίθανα, μπορούν να σου πουν καλοκαίρι στην Ισπανία ότι δεν έχει φρούτα, γιατί έπεσε χαλάζι και περονόσπορος, στη Γερμανία ότι δεν βρήκαν μπύρες ν’ αγοράσουν, στην Αργεντινή δεν βρήκαν φρέσκο κρέας κι ένα σωρό ψευτιές. Έτσι κι οι δικοί μας ξέρανε καλά τά παραμύθια τους.

Εδώ όμως αρχιζει και η δικιά μας αντίδραση, ενάντια σ’όλα τα στραβά. Ο ένας άρχισε να διαμαρτύρεται για το φαγητό, ο άλλος για την καθαριότητα στις καμπίνες, άλλος για το πόσιμο νερό, τη μια μέρα, και άλλος την άλλη μέρα για άλλα. Μαζί με όλα τα στραβά βρίσκουμε μια μέρα, σκουλήκια στο κακάο. Για όλ’ αυτά ο καμαρώτος βρίσκει τη δικαιολογία, ότι για το φαγητό φταίει ο μάγειρας. Πώς ήταν δυνατόν ο έρημος, το κατεψυγμένο κρέας να το κάνει φρέσκο. Η Ισπανία ξαφνικά έχει κακά νερά, και μπορεί να ‘χει, αλλά σίγουρα δεν έχει σκουριές. Οι δεξαμενές του πλοίου δεν είχανε περάσει ούτε μια φορά από επιθεώρηση στο διάστημα των τριών χρόνων που το είχανε αγοράσει οι δικοί μας από τους Σκανδιναβούς.

Στην Ισπανία μείναμε 4-5 μέρες και φορτώσαμε τσιμέντα για τη Νιγηρία. Μέρα με τη μέρα άρχιζαν να ξεχωρίζουν ή ήρα από το στάρι, δεν άργησε να έμφανιστεί η σπείρα των χαφιέδων του καπετάνιου, ο γραμματικός, ο Α’ μηχανικός και ο καμαρώτος. Από την άλλη πλευρά άρχισε το πλησίασμα των δυσαρεστημένων. Σιγά – σιγά έννιωθε περισσότερη εμπιστοσύνη ο ένας στον άλλον. Η σπείρα των χαφιέδων προσπαθούσε συνέχεια με τις γνωστές μεθόδους να μας σπάσει, δηλαδή άρχισαν να κατηγορούν στον έναν τον άλλο,για να πετύχουν να βάλουν τους μισούς να ρουφιανεύουν τους άλλους μισούς.

(Σημ. του «Πεζοδρομίου»: Το κείμενο σταματά απότομα. Τα υπόλοιπα χειρόγραφα έχουν χαθεί)…[…]

Ντοκουμέντο δεύτερο

Αποσπάσματα από το ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΤΩΝ ΣΤΑΣΙΑΣΤΩΝ

Κρατητηρια της Policia Maritima του Ρίο Ιανεριο

16.1.77: «Αφιξη στό Rio De Janeiro. […]

31.1.77 ώρα 17.20: Ο καπετάνιος με συνοδεία δύο αστυνομικούς με πολιτικά και ο ατζέντης ειδοποιεί το Β’ μηχανικό σε 5’λεπτά να εγκαταλείψει το πλοίο. Το υπόλοιπο πλήρωμα συμπαρίσταται στο Β’ μηχανικό.

17.30: Ένοπλοι αστυνομικοί έξω από το πλοίο.

17.32: Σηκώσαμε τη σκάλα.

18.00: Βάλαμε την ελληνική σημαία και πανώ «Νόμος είναι το δίκιο του εργάτη» και «ESTAMOS EM GREVE».

20.00: Βάλαμε το πανώ «M/V 0ΥΡΙΝΧΕ ΜΑΙΝΧ0Φ».

21.00: Ήρθε ο πρόξενος συζητήσαμε και έφυγε στις 01.30 της 1.2.77.

1.2.77 ώρα 02.20: Πυροσβεστική πλησίασε το βαπόρι και ισχυρές δυνάμεις κομάντος. 02.30: Επίθεση των κομάντος.

02.32: Κράτηση των ηλεκτρομηχανών. Από 02.30 έως 06.30 είχαμε συλληφθεί όλοι και μας έβαλαν σε κλούβες στο πόρτ-μπαγκάζ.

07.00: Κρατούμενοι στα κεντρικά κρατητήρια της Federal Police. Κρατητήρια 3X3 με τουαλέτα στη μια γωνία και ντουζ.

7.2.77: Απόγευμα μας πήραν πάλι φωτογραφίες για να βγάλουν διαβατήρια. Το βράδυ δεν φάγαμε αρχίζοντας απεργία πείνας.

10.2.77: Διακοπή της απεργίας πείνας, άφου ο πρόξενος μας υποσχέθηκε ότι το Σάββατο φεύγουμε γιαα Ελλάδα.

11.2.77: Γράφει ο Β’μηχανικός Παναγιώτης Λιβερέτος: «Σήμερα στα κρατητήρια της Federal Police στην Piazza Qinze είμαστε μόνο έννέα άτομα, λείπουν οι Χαροκόπος Αντώνης, Μήτρου Φώτης, Βενετσάνος Γιώργος και Λύκος Γιώργος. Ρωτάμε συνέχεια τι γίνονται, μας απαντάνε ότι βρίσκονται στα κρατητήρια της Ναυτικής αστυνομίας. Δεν είμαστε καθόλου ήσυχοι γιατί δεν πιστεύουμε καθόλου στους φασίστες. Ξέρουμε ότι άλλα λένε, άλλα έννοουν, άλλα κάνουν. Για παράδειγμα χθες ο πρόξενος που μας επισκέφτηκε ισχυρίστηκε ότι έξω από το βαπόρι είχαμε πανώ με τό όνομα του Φιντέλ Κάστρο, ενώ δεν είδε άστυνομικούς οπλισμένους έξω από το βαπόρι. Αυτό το τελευταίο, πώς είχαμε δηλαδή πανώ με το όνομα του Φιντέλ Κάστρο μας κάνουν να πιστεύουμε πως κάποια δίκη μας στήνουν εδώ κάτω. Κάνουμε διάφορες υποθέσεις. Μερικοί πιστεύουμε ότι το Σάββατο μας στήνουν δίκη, και το ότι μας είπανε ότι φεύγουμε για την Ελλάδα το είπαν για να φάμε και να πάμε στη δίκη. Συζητάμε τι στάση θα κρατήσουμε στο δικαστήριο, λέγονται διάφορες γνώμες,αλλά καταλήγουμε ότι το πιο αξιοπρεπές είναι να μη μιλήσουμε καθόλου μιας και ό,τι και να πούμε η ποινή θα είναι προκαθορισμένη. Μετά σκεφτόμαστε, σε τι είδους φυλακές θα μας πάνε. Στην είσοδο του λιμανιού είναι ένα νησάκι όπου βρίσκονται οι φυλακές. Ακόμα στο λιμάνι αριστερά από την Πιάτσα Μάκκα, εκεί που ήτανε το βαπόρι μας, είναι ο ναύσταθμος, και σε ένα υψωματάκι του ναύσταθμου είναι και ‘κει φυλακές. Πάντως οι περισσότεροι από μας πιστεύουν ότι θα μας πάνε στο νησάκι. Εκεί πρέπει να είναι οι φυλακές για τους πολιτικούς κρατούμενους. Στή συνέχεια σκεφτόμαστε όλοι μας και πως θα αποδράσουμε. Λέμε πώς αν αύριο δεν φύγουμε, σημαίνει ότι θα μας δικάσουν. Καταστρώνω το δικό μου σχέδιο απόδρασης…[…]

Ευτυχώς τους επιτράπηκε να γυρίσουν πίσω όπου η δίκη τους θα γινόταν σε ελληνικό έδαφος. Όμως, στα δικαστήρια στήθηκε άλλη μία υπόθεση από την αντίπαλη πλευρά δια μέσου του «μαρξιστή δικηγόρου Παναγιώτη Βρεττού» (όπως χαρακτηριστικά αναφέρει και το πεζοδρόμιο) όπου εκπρωσοπούσε την πλοιοκτήτρια εταιρεία